- θάρρεμα
- το [θαρρεύω]1. ενθάρρυνση, τόλμη2. αντίληψη, ιδέα, γνώμη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θάρρεμα — το, ατος απόκτηση θάρρους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)